Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
περισιαλόομαι
View word page
περισάττω
heap up all around

ShortDef

heap up all around

Debugging

Headword:
περισάττω
Headword (normalized):
περισάττω
Headword (normalized/stripped):
περισαττω
IDX:
69117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69118
Key:

Data

{'content': 'heap up all around'}