Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
περισθενής
View word page
περισάρωμα
sweepings

ShortDef

sweepings

Debugging

Headword:
περισάρωμα
Headword (normalized):
περισάρωμα
Headword (normalized/stripped):
περισαρωμα
IDX:
69116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69117
Key:

Data

{'content': 'sweepings'}