Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
περισθενέω
View word page
περισάρκωσις
covering with flesh

ShortDef

covering with flesh

Debugging

Headword:
περισάρκωσις
Headword (normalized):
περισάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
περισαρκωσις
IDX:
69115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69116
Key:

Data

{'content': 'covering with flesh'}