Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισήπομαι
View word page
περισαρκόω
surround

ShortDef

surround

Debugging

Headword:
περισαρκόω
Headword (normalized):
περισαρκόω
Headword (normalized/stripped):
περισαρκοω
IDX:
69114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69115
Key:

Data

{'content': 'surround'}