Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
View word page
περίσαρκος
surrounded with flesh, fleshy

ShortDef

surrounded with flesh, fleshy

Debugging

Headword:
περίσαρκος
Headword (normalized):
περίσαρκος
Headword (normalized/stripped):
περισαρκος
IDX:
69113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69114
Key:

Data

{'content': 'surrounded with flesh, fleshy'}