Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
περίσεμνος
περίσεπτος
View word page
περισαρκιστέον
one must make such an incision
ShortDef
one must make such an incision
Debugging
Headword:
περισαρκιστέον
Headword (normalized):
περισαρκιστέον
Headword (normalized/stripped):
περισαρκιστεον
IDX:
69112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69113
Key:
Data
{'content': 'one must make such an incision'}