Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
περισείω
View word page
περισαρκίζω
make an incision all round

ShortDef

make an incision all round

Debugging

Headword:
περισαρκίζω
Headword (normalized):
περισαρκίζω
Headword (normalized/stripped):
περισαρκιζω
IDX:
69110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69111
Key:

Data

{'content': 'make an incision all round'}