Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
περισείομαι
View word page
περίσαξις
heaping round
ShortDef
heaping round
Debugging
Headword:
περίσαξις
Headword (normalized):
περίσαξις
Headword (normalized/stripped):
περισαξις
IDX:
69109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69110
Key:
Data
{'content': 'heaping round'}