Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
περισάρωμα
περισάττω
περισβέννυμι
View word page
περισαλπισμός
blowing the trumpet round
ShortDef
blowing the trumpet round
Debugging
Headword:
περισαλπισμός
Headword (normalized):
περισαλπισμός
Headword (normalized/stripped):
περισαλπισμος
IDX:
69108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69109
Key:
Data
{'content': 'blowing the trumpet round'}