Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
περισαρκιστέον
περίσαρκος
περισαρκόω
περισάρκωσις
View word page
περιρρώξ
broken off all round, abrupt
ShortDef
broken off all round, abrupt
Debugging
Headword:
περιρρώξ
Headword (normalized):
περιρρώξ
Headword (normalized/stripped):
περιρρωξ
IDX:
69105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69106
Key:
Data
{'content': 'broken off all round, abrupt'}