Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
περιρρώξ
περισαίνω
περισαλπίζω
περισαλπισμός
περίσαξις
περισαρκίζω
περισαρκισμός
View word page
περίρρυπος
all dirty
ShortDef
all dirty
Debugging
Headword:
περίρρυπος
Headword (normalized):
περίρρυπος
Headword (normalized/stripped):
περιρρυπος
IDX:
69101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69102
Key:
Data
{'content': 'all dirty'}