Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
View word page
ἀνδροδάϊκτος
man-slaying
ShortDef
man-slaying
Debugging
Headword:
ἀνδροδάϊκτος
Headword (normalized):
ἀνδροδάϊκτος
Headword (normalized/stripped):
ανδροδαικτος
IDX:
6909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6910
Key:
Data
{'content': 'man-slaying'}