Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
περίρρυτος
View word page
περιρρογχάζω
mock, ridicule

ShortDef

mock, ridicule

Debugging

Headword:
περιρρογχάζω
Headword (normalized):
περιρρογχάζω
Headword (normalized/stripped):
περιρρογχαζω
IDX:
69094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69095
Key:

Data

{'content': 'mock, ridicule'}