Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
περίρρυσις
View word page
περιρρίπτω
cast around
ShortDef
cast around
Debugging
Headword:
περιρρίπτω
Headword (normalized):
περιρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
περιρριπτω
IDX:
69093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69094
Key:
Data
{'content': 'cast around'}