Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
περιρρυής
περίρρυπος
περιρρύπτω
View word page
περιρρητινόομαι
to be treated with resin

ShortDef

to be treated with resin

Debugging

Headword:
περιρρητινόομαι
Headword (normalized):
περιρρητινόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιρρητινοομαι
IDX:
69092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69093
Key:

Data

{'content': 'to be treated with resin'}