Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
περιρρομβέω
περίρροος
περιρροπή
View word page
περιρρηδής
doubled round
ShortDef
doubled round
Debugging
Headword:
περιρρηδής
Headword (normalized):
περιρρηδής
Headword (normalized/stripped):
περιρρηδης
IDX:
69089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69090
Key:
Data
{'content': 'doubled round'}