Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
View word page
ἀνδρόγυνος
a man-woman, hermaphrodite

ShortDef

a man-woman, hermaphrodite

Debugging

Headword:
ἀνδρόγυνος
Headword (normalized):
ἀνδρόγυνος
Headword (normalized/stripped):
ανδρογυνος
IDX:
6908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6909
Key:

Data

{'content': 'a man-woman, hermaphrodite'}