Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
περιρρίπτω
περιρρογχάζω
περιρροή
περίρροια
View word page
περιρρέω
to flow round

ShortDef

to flow round

Debugging

Headword:
περιρρέω
Headword (normalized):
περιρρέω
Headword (normalized/stripped):
περιρρεω
IDX:
69086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69087
Key:

Data

{'content': 'to flow round'}