Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
περιρρητινόομαι
View word page
περιρρέμβομαι
wander, roam about

ShortDef

wander, roam about

Debugging

Headword:
περιρρέμβομαι
Headword (normalized):
περιρρέμβομαι
Headword (normalized/stripped):
περιρρεμβομαι
IDX:
69082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69083
Key:

Data

{'content': 'wander, roam about'}