Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
περιρρήσσω
View word page
περιρρέζω
purify by sacrifice

ShortDef

purify by sacrifice

Debugging

Headword:
περιρρέζω
Headword (normalized):
περιρρέζω
Headword (normalized/stripped):
περιρρεζω
IDX:
69081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69082
Key:

Data

{'content': 'purify by sacrifice'}