Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
περίρρηξις
View word page
περιρράσσω
dash to pieces

ShortDef

dash to pieces

Debugging

Headword:
περιρράσσω
Headword (normalized):
περιρράσσω
Headword (normalized/stripped):
περιρρασσω
IDX:
69080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69081
Key:

Data

{'content': 'dash to pieces'}