Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
περιρρηδής
View word page
περιρράπτω
stitch all round

ShortDef

stitch all round

Debugging

Headword:
περιρράπτω
Headword (normalized):
περιρράπτω
Headword (normalized/stripped):
περιρραπτω
IDX:
69079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69080
Key:

Data

{'content': 'stitch all round'}