Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
View word page
ἀνδρογύνης
common to men and women

ShortDef

common to men and women

Debugging

Headword:
ἀνδρογύνης
Headword (normalized):
ἀνδρογύνης
Headword (normalized/stripped):
ανδρογυνης
IDX:
6907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6908
Key:

Data

{'content': 'common to men and women'}