Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρήδην
View word page
περιρράπτρια
she who sews

ShortDef

she who sews

Debugging

Headword:
περιρράπτρια
Headword (normalized):
περιρράπτρια
Headword (normalized/stripped):
περιρραπτρια
IDX:
69078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69079
Key:

Data

{'content': 'she who sews'}