Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
περιρρέμβομαι
περιρρεπής
περιρρέπω
περίρρεψις
View word page
περιρραντής
sprinkler

ShortDef

sprinkler

Debugging

Headword:
περιρραντής
Headword (normalized):
περιρραντής
Headword (normalized/stripped):
περιρραντης
IDX:
69075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69076
Key:

Data

{'content': 'sprinkler'}