Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
περιρράσσω
περιρρέζω
View word page
περιρραίνω
to besprinkle all round

ShortDef

to besprinkle all round

Debugging

Headword:
περιρραίνω
Headword (normalized):
περιρραίνω
Headword (normalized/stripped):
περιρραινω
IDX:
69071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69072
Key:

Data

{'content': 'to besprinkle all round'}