Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπτυχής
περιπτύω
περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
περιρραντήριον
περιρραντής
περιρραντισμός
περιρραπίζω
περιρράπτρια
περιρράπτω
View word page
περιπωμάζω
cover with a lid all over

ShortDef

cover with a lid all over

Debugging

Headword:
περιπωμάζω
Headword (normalized):
περιπωμάζω
Headword (normalized/stripped):
περιπωμαζω
IDX:
69069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69070
Key:

Data

{'content': 'cover with a lid all over'}