Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
View word page
ἀνδρογόνος
begetting males
ShortDef
begetting males
Debugging
Headword:
ἀνδρογόνος
Headword (normalized):
ἀνδρογόνος
Headword (normalized/stripped):
ανδρογονος
IDX:
6906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6907
Key:
Data
{'content': 'begetting males'}