Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περιπτύω
περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
περιρραίνω
περίρραμμα
περίρρανσις
View word page
περιπτώσσω
to fear greatly
ShortDef
to fear greatly
Debugging
Headword:
περιπτώσσω
Headword (normalized):
περιπτώσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπτωσσω
IDX:
69063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69064
Key:
Data
{'content': 'to fear greatly'}