Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περιπτύω
περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
περίπυστος
περιπωμάζω
περιρραγής
View word page
περιπτύω
spit upon
ShortDef
spit upon
Debugging
Headword:
περιπτύω
Headword (normalized):
περιπτύω
Headword (normalized/stripped):
περιπτυω
IDX:
69060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69061
Key:
Data
{'content': 'spit upon'}