Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
View word page
ἀνδρογίγας
giant-man
ShortDef
giant-man
Debugging
Headword:
ἀνδρογίγας
Headword (normalized):
ἀνδρογίγας
Headword (normalized/stripped):
ανδρογιγας
IDX:
6905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6906
Key:
Data
{'content': 'giant-man'}