Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπροχέω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περιπτύω
περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
περιπυκάζω
περίπυρον
View word page
περιπτύσσω
to enfold, enwrap

ShortDef

to enfold, enwrap

Debugging

Headword:
περιπτύσσω
Headword (normalized):
περιπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπτυσσω
IDX:
69057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69058
Key:

Data

{'content': 'to enfold, enwrap'}