Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπροθέω
περιπροχέομαι
περιπροχέω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περιπτύω
περίπτωμα
περίπτωσις
περιπτώσσω
περιπτωτικός
περιπύημα
View word page
περίπτυκτος
folding

ShortDef

folding

Debugging

Headword:
περίπτυκτος
Headword (normalized):
περίπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
περιπτυκτος
IDX:
69055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69056
Key:

Data

{'content': 'folding'}