Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
περιπροχέω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυκτος
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
View word page
περιπταίω
to stumble upon
ShortDef
to stumble upon
Debugging
Headword:
περιπταίω
Headword (normalized):
περιπταίω
Headword (normalized/stripped):
περιπταιω
IDX:
69048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69049
Key:
Data
{'content': 'to stumble upon'}