Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
περιπροχέω
περιπταίω
περιπτέρνια
περιπτερνίς
περίπτερος
περιπτίσματα
περιπτίσσω
View word page
περιπρό
very much, especially

ShortDef

very much, especially

Debugging

Headword:
περιπρό
Headword (normalized):
περιπρό
Headword (normalized/stripped):
περιπρο
IDX:
69043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69044
Key:

Data

{'content': 'very much, especially'}