Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
περιπροθέω
περιπροχέομαι
View word page
περιπόρφυρος
edged with purple

ShortDef

edged with purple

Debugging

Headword:
περιπόρφυρος
Headword (normalized):
περιπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
περιπορφυρος
IDX:
69036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69037
Key:

Data

{'content': 'edged with purple'}