Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
περιπροβάλλω
View word page
περιπορπάομαι
fasten with a clasp round oneself

ShortDef

fasten with a clasp round oneself

Debugging

Headword:
περιπορπάομαι
Headword (normalized):
περιπορπάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπορπαομαι
IDX:
69034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69035
Key:

Data

{'content': 'fasten with a clasp round oneself'}