Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
περίπρησις
περιπρό
View word page
περιπορεύομαι
to travel

ShortDef

to travel

Debugging

Headword:
περιπορεύομαι
Headword (normalized):
περιπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπορευομαι
IDX:
69033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69034
Key:

Data

{'content': 'to travel'}