Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
περίπους
περιπρακτορία
View word page
περιπονέω
toil about

ShortDef

toil about

Debugging

Headword:
περιπονέω
Headword (normalized):
περιπονέω
Headword (normalized/stripped):
περιπονεω
IDX:
69031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69032
Key:

Data

{'content': 'toil about'}