Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
περίπου
View word page
περιπομπεύω
carry round in procession
ShortDef
carry round in procession
Debugging
Headword:
περιπομπεύω
Headword (normalized):
περιπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
περιπομπευω
IDX:
69029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69030
Key:
Data
{'content': 'carry round in procession'}