Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
View word page
ἀνδροβρώς
man-eating
ShortDef
man-eating
Debugging
Headword:
ἀνδροβρώς
Headword (normalized):
ἀνδροβρώς
Headword (normalized/stripped):
ανδροβρως
IDX:
6902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6903
Key:
Data
{'content': 'man-eating'}