Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
περιπόρφυρος
περιποτάομαι
περίποτος
View word page
περίπολος
going the rounds, patrolling
ShortDef
going the rounds, patrolling
Debugging
Headword:
περίπολος
Headword (normalized):
περίπολος
Headword (normalized/stripped):
περιπολος
IDX:
69028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69029
Key:
Data
{'content': 'going the rounds, patrolling'}