Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
περιπονέω
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορπάομαι
περιπόρπημα
View word page
περίπολις
street-walker, vagrant

ShortDef

street-walker, vagrant

Debugging

Headword:
περίπολις
Headword (normalized):
περίπολις
Headword (normalized/stripped):
περιπολις
IDX:
69025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69026
Key:

Data

{'content': 'street-walker, vagrant'}