Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
περίπολος
περιπομπεύω
περιπομπή
View word page
περιπολέω
to go round
ShortDef
to go round
Debugging
Headword:
περιπολέω
Headword (normalized):
περιπολέω
Headword (normalized/stripped):
περιπολεω
IDX:
69020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69021
Key:
Data
{'content': 'to go round'}