Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογένεια
Ἀνδρόγεως
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροελής
View word page
ἀνδρόβουλος
of manly counsel, man-minded
ShortDef
of manly counsel, man-minded
Debugging
Headword:
ἀνδρόβουλος
Headword (normalized):
ἀνδρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
ανδροβουλος
IDX:
6901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6902
Key:
Data
{'content': 'of manly counsel, man-minded'}