Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
περιπολιστικός
περιπολλόν
View word page
περιποιπνύω
busy oneself with

ShortDef

busy oneself with

Debugging

Headword:
περιποιπνύω
Headword (normalized):
περιποιπνύω
Headword (normalized/stripped):
περιποιπνυω
IDX:
69017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69018
Key:

Data

{'content': 'busy oneself with'}