Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολις
View word page
περιποικίλλομαι
to be variegated

ShortDef

to be variegated

Debugging

Headword:
περιποικίλλομαι
Headword (normalized):
περιποικίλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιποικιλλομαι
IDX:
69015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69016
Key:

Data

{'content': 'to be variegated'}