Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
περιπόλιος
View word page
περιποιητός
abundantly produced

ShortDef

abundantly produced

Debugging

Headword:
περιποιητός
Headword (normalized):
περιποιητός
Headword (normalized/stripped):
περιποιητος
IDX:
69014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69015
Key:

Data

{'content': 'abundantly produced'}