Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
περιπόλιον
View word page
περιποιητικός
able to procure, productive

ShortDef

able to procure, productive

Debugging

Headword:
περιποιητικός
Headword (normalized):
περιποιητικός
Headword (normalized/stripped):
περιποιητικος
IDX:
69013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69014
Key:

Data

{'content': 'able to procure, productive'}