Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιπνέω
περιπνιγή
περιπνιγής
περιπνίγω
περιπνοή
περίπνοος
περιπόδιος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίημα
περιποίησις
περιποιητικός
περιποιητός
περιποικίλλομαι
περιποίκιλος
περιποιπνύω
περιπολαῖος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλησις
περιπολίζω
View word page
περιποίησις
a keeping safe, preservation

ShortDef

a keeping safe, preservation

Debugging

Headword:
περιποίησις
Headword (normalized):
περιποίησις
Headword (normalized/stripped):
περιποιησις
IDX:
69012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69013
Key:

Data

{'content': 'a keeping safe, preservation'}